Σπύρος Δημητρέλης (ΣΔ): Νιώθω ότι έχω το προνόμιο να έχω απέναντί μου τον Υπουργό Οικονομικών της Ελλάδας σε μια περίοδο όπου είμαστε στην απαρχή μίας πολύ μεγάλης αναταραχής. Ελπίζω να την αποφύγουμε. Ανακοινώθηκαν σήμερα δασμοί 104% των Η.Π.Α. στην Κίνα. Γενικώς υπάρχει φόβος για αντίποινα και όλη αυτή την αναταραχή την οποία περιμέναμε. Κύριε Υπουργέ, θα σας κάνω μια ερώτηση η οποία όταν απαντήθηκε στο παρελθόν από έναν προκάτοχό σας, οι εξελίξεις δεν τον δικαίωσαν, για να το πω κάπως κομψά. Μέσα σε αυτό που βλέπουμε να έρχεται και με την κατάσταση που βρίσκεται η ελληνική οικονομία, θέλω να σας ρωτήσω ευθέως, είναι η ελληνική οικονομία θωρακισμένη για ό,τι κι αν έρθει;
Υπουργός (ΥΠ): Αυτό το οποίο θα σας απαντήσω κύριε Δημητρέλη είναι το ότι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας είναι αυταπόδεικτα καλή. Και αυτό προκύπτει από μία σειρά από συνθήκες, από το credit rating της χώρας μέχρι την εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών που νομίζω ότι αυτό, αυταπόδεικτα, το αποκαλύπτουν. Από εκεί και πέρα, στο χέρι μας είναι, διαρκώς, εμείς να βελτιώνουμε αυτή τη θέση και αυτή τη συνθήκη. Ρωτήθηκα πριν «τι θα κάνετε σε αυτό το περιβάλλον μιας διεθνούς αναστάτωσης που έχει προκύψει μέσα από τους δασμούς;». Η απάντηση είναι ότι θα εστιάσουμε και θα εμβαθύνουμε ακόμη περισσότερο την πολιτική μας: Δημοσιονομική σταθερότητα –γιατί, το ανέφερα και στην τελετή παράδοσης-παραλαβής στο Υπουργείο Οικονομικών, ειδικά η γενιά η δικιά μου βίωσε τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης μέσα από όλο αυτό το οποίο συνέβη στην ελληνική οικονομία και δεν είναι κανείς μας διατεθειμένος να το ξαναζήσει. Άρα οφείλουμε να είμαστε πολύ συντηρητικοί ως προς τις δημοσιονομικές μας επιλογές. Το χέρι στο τιμόνι πρέπει να είναι πάρα πολύ σταθερό, από τη μία. Από την άλλη, πρέπει να επενδύει κανείς όσο το δυνατόν περισσότερο σε μεταρρυθμίσεις και σε αλλαγές που απελευθερώνουν το αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας. Είναι ασφαλές το συμπέρασμα ότι, διεθνώς, πλέον μας κοιτάνε αλλιώς από το πώς μας κοιτούσαν πριν.
Θα κλείσω την μακρά απάντηση στη σύντομη ερώτησή σας με την παρατήρηση που έκανε κάποιος σε μία στήλη σήμερα που μου έκανε εντύπωση. Θα κατευθυνθώ αύριο στην Πολωνία για το πρώτο Eurogroup και το πρώτο ECOFIN, στο οποίο θα έχω την τιμή να συμμετέχω με την ιδιότητα του Υπουργού Οικονομικών, και αναφέρει μια στήλη, ότι την προηγούμενη φορά που ο Υπουργός Οικονομικών βρέθηκε στο έδαφος της Πολωνίας για να συζητήσει στο πλαίσιο ενός αντίστοιχου Συμβουλίου, είναι η γνωστή σκηνή: ο κύριος Βενιζέλος συμμετείχε και αλληλεπίδρασε με τον Γερμανό ομόλογό του, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όπου είχαν μιλήσει για το πώς η Ελλάδα θα έβγαινε από την ευρωζώνη. Άρα αν δούμε τι έχει καλύψει η Ελλάδα σε έδαφος όλα αυτά τα χρόνια -πού είμαστε σήμερα, παρά τη διεθνή αναταραχή και πού ήμασταν τότε- νομίζω ότι έχουμε καλύψει πάρα πολύ δρόμο με υπερπροσπάθειες του ελληνικού λαού.
ΣΔ: Τονίσατε στην απάντηση την ανάγκη για δημοσιονομική σύνεση. Επειδή γνωρίζουμε ότι η κυβέρνηση οικονομικά και πολιτικά έχει κάνει έναν σχεδιασμό με βάση το πλεόνασμα που προκύπτει δημοσιονομικά για να προχωρήσει σε ελαφρύνσεις στοχευμένες – θα πούμε παρακάτω ποιες μπορεί να είναι αυτές. Μήπως η επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος όλον αυτό τον σχεδιασμό τον ξαναβάζει από την αρχή; Δηλαδή, μήπως πάμε σε μία καινούργια χάραξη πιο συγκρατημένη στο πώς θα ξοδέψουμε τα πλεονάσματα;
ΥΠ: Εγώ θα σας πω ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός στα δημοσιονομικά θα είναι ο ίδιος. Και θα σας πω γιατί. Αυτή είναι και η σοφία της νέας δημοσιονομικής προσέγγισης συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ποια είναι η σοφία αυτή: ότι συμφωνείς πλέον σε συγκεκριμένο πλαίσιο δαπανών που θα κάνεις, που μένει σταθερό – με κάποιες εξαιρέσεις, αν έχεις, πχ. μία φυσική καταστροφή, αν έχεις συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής που λαμβάνεις- και αυτές οι δαπάνες μένουν σταθερές, ανεξάρτητα από τις επιδόσεις που μπορεί να έχεις ως προς το πλεόνασμα ή ανεξάρτητα από το αν μία οικονομία δυνητικά μπορεί ακόμη και να αντιμετωπίσει ύφεση, κάνει δηλαδή αντι-κυκλική πολιτική για να το πούμε με τους όρους που το διδάσκουν τα οικονομικά βιβλία. Αυτό έχει μία σοφία και έχει να κάνει και με το πώς λειτουργεί ο δημοσιονομικός χώρος που έχεις. Άρα ο γενικός σχεδιασμός είναι αυτός.
Αλλά από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική σταθερότητα και τη φιλοσοφία της, στην προηγούμενη συζήτηση χρησιμοποίησα τον όρο «regime». Είναι ακριβώς αυτό το οποίο έχουμε καταλάβει, νομίζω πλέον και ως κοινωνία, ότι είναι αναγκαίο για να μπορέσουμε να κάνουμε τη μεταγενέστερη συζήτηση και να λέμε πώς στοχεύεις στα μέτρα με ένα βέλτιστο τρόπο ώστε να διασφαλίζεις την κοινωνική συνοχή.
ΣΔ: Ναι, οφείλω όμως να επιμείνω λίγο στο ερώτημα, διότι αφορά πάρα πολύ τους πολίτες, κύριε Υπουργέ. Ξέρετε ότι ο Υπουργός Οικονομικών είναι αυτός που έχει το ταμείο: και πληρώνει και εισπράττει. Είστε τυχερός βέβαια γιατί νομίζω είστε σε μία φάση που μπορείτε να πληρώσετε αντί να εισπράξετε. Ο κύριος Χαρδούβελης, ας πούμε, εδώ ήταν από αυτούς που εισέπρατταν, κυρίως, είχε αφήσει και ένα email το οποίο δεν υλοποιήθηκε, υλοποιήθηκε στο πολλαπλάσιο. Θέλω να σας ρωτήσω, επειδή και ο προκάτοχός σας μας έχει προϊδεάσει για το πού θα μπορούσε να πάει το πλεόνασμα: ο σχεδιασμός είναι μείωση της φορολογίας; Τι σκοπεύετε να κάνετε με το πλεόνασμα; Και να θυμίσω ότι ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε τις αυξήσεις στους ένστολους και μετά αναγκάστηκε η κυβέρνηση να διευκρινίσει – μετά από πιέσεις και εσωκομματικές – ότι πρέπει να επεκταθούν οι αυξήσεις και στα σώματα ασφαλείας. Ποια είναι η βεντάλια των μέτρων που θα ανοίξετε με το πλεόνασμα;
ΥΠ: Επειδή γνωριζόμαστε, ξέρετε ότι μου αρέσουν συγκεκριμένες απαντήσεις. Μοιραία όμως οι συγκεκριμένες απαντήσεις δίνονται σε άλλη πόλη της χώρας, στη Θεσσαλονίκη και όχι στους Δελφούς και από κάποιον που έχει το ίδιο πρώτο όνομα με εμένα, αλλά άλλο επώνυμο, δηλαδή τον Πρωθυπουργό και όχι τον Υπουργό Οικονομικών και αφορά τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Άρα εκεί θα υπάρξει τοποθέτηση επί του συγκεκριμένου.
Επί των γενικών κατευθύνσεων, όμως αυτό το οποίο θα μπορούσα να πω είναι: τι προτεραιοποιείς; Τρεις ορολογίες θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει. Υπάρχει μία εθνική προτεραιοποίηση, μία αναπτυξιακή προτεραιοποίηση και μια κοινωνική προτεραιοποίηση. Βάζω τον όρο «εθνική» γιατί και η συζήτηση που θα γίνει στο ECOFIN αφορά και τη ρήτρα διαφυγής για την Άμυνα. Και σε ό,τι αφορά όλα όσα συνέβησαν με τους μισθούς των στρατιωτικών, υπάρχει αυτό το εθνικό πρόσημο το οποίο είναι πάνω στο τραπέζι και είναι αυτονόητο. Όταν βλέπαμε, για να απαντήσω σε αυτό, και με την προηγούμενη ιδιότητά μου, το ενδιαφέρον για τη Σχολή Ευελπίδων να πέφτει πάρα πολύ χαμηλά με τον συνάδελφό μου τον κύριο Δένδια, ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι. Και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έκανε και μία σειρά από εξοικονομήσεις. Ο Πρωθυπουργός αποφάσισε αυτό να μεταφραστεί σε μία συγκεκριμένη πολιτική.
Αν πάμε στα υπόλοιπα, στην αναπτυξιακή και κοινωνική προτεραιοποίηση: πρέπει να μειωθούν οι φόροι, το έχει αναφέρει και ο προκάτοχος μου ο κύριος Χατζιδάκης, το αναφέρω και εγώ, αυτό έχει αναπτυξιακό πρόσημο και κοινωνικό πρόσημο. Αντιλαμβανόμαστε ότι έχουν συσσωρευθεί ανάγκες από χρόνια όπου είχαν προκύψει πολλές δυσκολίες πριν, στις οποίες πρέπει να απαντήσουμε. Η όποια απάντηση όμως δίνεται εντός πλαισίου. Το πλαίσιο είναι το ότι η δημοσιονομική και η πολιτική σταθερότητα της χώρας είναι οι αναγκαίες συνθήκες για να μπορούμε να διεξάγουμε αυτή τη συζήτηση. Γιατί ο κόσμος βίωσε τις συνέπειες του να μην υπάρχει αυτό και του ποια έγινε η συζήτηση μετά, αυτό δεν θα επαναληφθεί λοιπόν. Θα προτεραιοποιηθούν όλα.
Έχω αναφέρει, για παράδειγμα, ένας νέος άνθρωπος, ένα νέο ζευγάρι που ζει στο νοίκι στην Αττική είναι δεδομένο ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα, γιατί αν δούμε τις αυξήσεις πχ. στον κατώτατο μισθό: Για κάποιον που είχε δύο παιδιά η αύξηση είναι από το 2019 σωρευτικά έως και 40%, ο πληθωρισμός είναι πιο κάτω, είναι αθροιστικά στο 16,5%. Ναι, αλλά, από την άλλη αν δει κανείς το συγκεκριμένο καλάθι αγαθών, στα τρόφιμα ήταν παραπάνω, στα ενοίκια στην Αττική μπορεί να είναι ακόμη παραπάνω. Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει η κοινωνική ανάγκη αυτή και σε αυτήν την κοινωνική ανάγκη επίσης αντιλαμβανόμαστε ότι θα πρέπει να απαντήσουμε και το αφήνω εκεί.
ΣΔ: Θα μου επιτρέψετε κι εγώ να μείνω λίγο και να θυμίσω λίγο τι έχει πει ο προκάτοχος σας γιατί ήταν λίγο πιο συγκεκριμένος. Έχει μιλήσει για ελάφρυνση των μεσαίων συνεπών φορολογούμενων. Το οποίο όπως εμείς το καταλαβαίνουμε, οι οικονομικοί συντάκτες, είναι μία ελάφρυνση που θα πιάσει τα μεσαία εισοδήματα των μισθωτών, κατά κύριο λόγο, γιατί αυτοί είναι οι συνεπείς φορολογούμενοι, και θα γίνει μία παρέμβαση στη φορολογική κλίμακα. Αυτό εμείς καταλαβαίνουμε, δεν έχει διαψευστεί όταν το γράφουμε. Υπάρχει όμως και μία τάση που αναπτύσσεται -κυρίως από την αντιπολίτευση- ότι το πλεόνασμα δεν πρέπει να πάει εκεί. Πρέπει να πάει σε 13η σύνταξη, πρέπει να πάει σε δώρα στο Δημόσιο. Επειδή είμαστε σε μία φάση όπου και πολιτικά η κυβέρνηση δεν είναι στα καλύτερά της, όπως ήταν στην αρχή της τετραετίας, δημοσκοπικά, είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο να πάμε σε 13η σύνταξη ή να πάμε σε δώρο στο Δημόσιο κύριε Υπουργέ;
ΥΠ: Λοιπόν, να επαναλάβω πάλι ότι αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι υπάρχουν πολλαπλές κοινωνικές ανάγκες, και όπως ανέφερα πριν, αυτές προτεραιοποιούνται στο πλαίσιο των δυνατοτήτων. Τώρα, 13ος-14ος μισθός, 13η-14η σύνταξη, αν τα αθροίσει κανείς αυτά είναι 8 δις ευρώ, 7,8 δις €, όλα μαζί. Υπάρχουν αυτά τα χρήματα; Όχι, δεν υπάρχουν. Είναι πάνω στο τραπέζι μια τέτοια πολιτική αυτή τη στιγμή; Όχι, δεν είναι. Εγώ πήγα ένα βήμα παραπέρα σε μία προηγούμενη συζήτηση, και είπα ότι και να υπήρχαν αυτά τα χρήματα δεν θα έπρεπε να είναι αυτή η προτεραιότητα. Γιατί πρέπει να μπορέσει κανείς να κάνει αυτή την αναπτυξιακή, την κοινωνική και την εθνική προτεραιοποίηση για το σύνολο του πληθυσμού, όπως ανέφερα πριν. Το ότι αυτά δεν είναι πάνω στο τραπέζι, σημαίνει ότι δεν θα στηρίξουμε τον δημόσιο τομέα ή τους συνταξιούχους; Όχι. Σημαίνει ότι δεν είναι συγκεκριμένη πολιτική πάνω στο τραπέζι: ο 13ος μισθός ή η 13η σύνταξη. Αλλά αν δει κανείς τις αυξήσεις που έχουν δοθεί στον δημόσιο τομέα την τελευταία διετία είναι πάνω από 2 δις €, είναι 2,07 δισεκατομμύρια. Αν το διαιρέσει κανείς αυτό με τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων είναι 1,3 μισθοί. Έχει ήδη δοθεί, δηλαδή, ένας μισθός, όπως προκύπτει από τα στοιχεία. Οι αυξήσεις στους συνταξιούχους έχουν περάσει το 10%. Αντιλαμβάνομαι ότι ο κόσμος ζητάει περισσότερα. Εμείς οφείλουμε να διασφαλίσουμε το εθνικό συμφέρον και το εθνικό συμφέρον είναι στο πλαίσιο που σας ανέφερα πριν: να είναι σταθερή η χώρα, ειδικά σε δύσκολους καιρούς, για να μπορούμε να είμαστε σε θέση να κάνουμε ευεργετικές ενέργειες για το σύνολο του πληθυσμού.
ΣΔ: Κύριε Υπουργέ, θα επιμείνω λίγο γιατί πριν κάνουμε την κουβέντα αυτή, είχαμε μία συνέντευξη με τον κύριο Cormann κατ’ιδίαν, την οποία την έχουμε δημοσιεύσει στο capital.gr. Tου έκανα αυτή την ερώτηση πού πρέπει να πάει το ελληνικό πλεόνασμα, διότι υπάρχουν στο τραπέζι προτάσεις για μείωση της φορολογίας, για αυξήσεις στο Δημόσιο. Και μου απάντησε ότι η πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η περαιτέρω μείωση του χρέους, διότι υπάρχουν προκλήσεις για όλες τις οικονομίες και υπάρχουν προκλήσεις και για την ελληνική οικονομία.
ΥΠ: Το είδα ότι το δημοσιεύσατε πριν. Αυτό είναι και το πλαίσιο του δημοσιονομικού κανόνα τον οποίο περιέγραψα τον οποίο περιέγραψα πριν. Ο ευρωπαϊκός δημοσιονομικός κανόνας έχει μια πολύ συγκεκριμένη αρχιτεκτονική, υπάρχουν κομμάτια του τα οποία αφορούν το να μπορούμε εμείς να προβαίνουμε σε πρόσφατες ενέργειες, αλλά όταν έχεις ισχυρά πλεονάσματα, βελτιώνεις και τους όρους αποπληρωμής στο χρέος και αυτό θα πρέπει και η κοινωνία να αντιληφθεί ότι είναι κάτι ευεργετικό: βελτιώνει το οξυγόνο της οικονομίας, βελτιώνει τους βαθμούς ελευθερίας, συνολικά, για να μπορεί η οικονομία να αναπτύσσεται σοβαρά, όχι με μία κίνηση αποσπασματική, μια χρονιά που υπονομεύει όλες τις επόμενες χρονιές.
ΣΔ: Κύριε Υπουργέ, το βασικό πρόβλημα των πολιτών, όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις, παρά το γεγονός ότι πολλοί πιστεύουν διαφορετικό, δεν είναι τα Τέμπη είναι η ακρίβεια. Είναι το σούπερ μάρκετ, το ακούτε και εσείς φαντάζομαι καθημερινά ότι το κόστος του καλαθιού της νοικοκυράς έχει ξεφύγει. Σε αυτό το πλαίσιο, πέρα από την αύξηση των μισθών, όπου προσπαθεί η κυβέρνηση με αύξηση των αποδοχών να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ακρίβειας, κατά κύριο λόγο, σχεδιάζετε κάποιες συγκεκριμένες παρεμβάσεις στο πεδίο του ανταγωνισμού – γιατί η ελληνική αγορά είναι ένα μικρή αγορά- προκειμένου να χτυπηθεί το πρόβλημα της ακρίβειας που θεωρούν οι πολίτες κυρίαρχο;
ΥΠ: Εγώ να πω καταρχήν ότι τα στοιχεία του πληθωρισμού είναι συγκεκριμένα και δημοσιευμένα, αλλά πέρα από αυτό, είμαι σε στενή συνεργασία, προφανώς με τον κύριο Θεοδωρικάκο, τον Υπουργό Ανάπτυξης, για να έχουμε ακόμη περισσότερους ελέγχους και ακόμη καλύτερα εργαλεία για να μπορεί να εφαρμοστεί σωστά η συγκεκριμένη πολιτική, αλλά στην πραγματικότητα το πρώτο σκέλος της προηγούμενης συζήτησης που αφορά τους δασμούς μοιραία ακουμπάει αυτή την εξίσωση. Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο, ανάμεσα σε άλλα, όταν αναφέρουμε, και ως κυβέρνηση, ότι αυτό το οποίο πρωτίστως μας ενδιαφέρει είναι το εθνικό συμφέρον και η προστασία των Ελλήνων πολιτών και των Ελλήνων καταναλωτών είναι να μην μπούμε σε έναν κύκλο –γιατί σε ό,τι αφορά την Αμερική φαίνεται ότι σε πρώτη φάση, αν εφαρμοστεί αυτή η πολιτική όπως την έχουμε μπροστά μας, θα υπάρξει και πληθωριστική πίεση από την μια και θα υπάρξει και οικονομική επιβράδυνση από την άλλη. Στην Ευρώπη, αν μείνουμε στο ίδιο καθεστώς, μπορεί να είναι αποπληθωριστική η πίεση, μένει να το δούμε. Να δούμε πόσοι θα είναι οι γύροι και πώς θα λειτουργήσουν. Αλλά σε κάθε περίπτωση αν πάμε να υψώσουμε μονομερείς δασμούς ξέρουμε ότι αυτό μπορεί να επιδράσει στους πολίτες μας. Άρα θέλουμε να δούμε σε ό,τι μας αφορά ποιος είναι ο βέλτιστος τρόπος ανταπόκρισης στο συγκεκριμένο φαινόμενο. Συνεπώς, ξέρουμε ότι ακουμπάει πάρα πολύ την εξίσωση της ερώτησής σας η απόφαση που θα ληφθεί σε Ευρωπαϊκό επίπεδο για το συγκεκριμένο θέμα.
ΣΔ: Οπότε, τι πρωτοβουλίες μπορούν να παρθούν στη συνέχεια για το «ράφι» ;
ΥΠ: Έχουν ήδη υπάρξει πολλαπλές πρωτοβουλίες από το Υπουργείο Ανάπτυξης, και εγώ θα σας έλεγα ότι η θεμελιώδης έμφαση είναι σε ακόμη περισσότερους ελέγχους και σε ακόμη καλύτερη χρήση δεδομένων. Ξέρετε, τα ψηφιακά -τα οποία έχει τύχει να τα συζητήσουμε και μαζί πολλές φορές- την αυταπόδεικτη αξία τους, ανάμεσα σε άλλα την είδαμε και σήμερα το πρωί. Πήγαμε με τον Πρωθυπουργό στην ΑΑΔΕ, μας υποδέχτηκε ο κύριος Πιτσιλής, και ανακοινώθηκε ότι τώρα έχουμε ήδη πάνω από 1 εκατομμύριο φορολογικές δηλώσεις που έχουν γίνει στη συγκεκριμένη ημερομηνία.
Ανάμεσα σε άλλα, τα ψηφιακά μέσα βελτιώνουν καθημερινά τον τρόπο με τον οποίο η οικονομία λειτουργεί και το πόσους και πόσο καλούς πραγματικούς ελέγχους μπορείς να κάνεις στο πεδίο. Όλα κρίνονται στο πεδίο. Συνεπώς έχουμε πλέον τα εργαλεία. Κάθε χρόνο γινόμαστε καλύτεροι στο πώς χρησιμοποιούμε αυτά τα εργαλεία. Θα δείτε ότι το ίδιο θα συμβεί και από το Υπουργείο Ανάπτυξης στη συγκεκριμένη συνθήκη για τις τιμές.
ΣΔ: Μια πολιτικο-οικονομική ερώτηση, κύριε Υπουργέ: έχει μετρηθεί ότι η κυβέρνηση πλήρωσε σημαντικό πολιτικό κόστος για τα μέτρα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής της τάξης των ελεύθερων επαγγελματιών – αποτυπώθηκε στο αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, λένε οι δημοσκόποι. Στο πεδίο αυτό, σχεδιάζετε να κάνετε κάποιες παρεμβάσεις;
ΥΠ: Γνωρίζουμε ότι η φορολογική πολιτική και η οικονομική πολιτική, συνολικά, έχει να κάνει με το αναπτυξιακό πρόσημο, έχει να κάνει και με τους όρους της εσωτερικής δικαιοσύνης που έχεις εντός της κοινωνίας. Γιατί προέκυψε αυτή η ανάγκη; Προέκυψε επειδή υπήρχε ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομίας, το οποίο ήταν σαφές ότι είχε μεγαλύτερη φοροδιαφυγή σε σχέση με υπόλοιπα, άρα το βάρος έπεφτε περισσότερο στους μισθωτούς και στους συνταξιούχους. Έπρεπε, λοιπόν, να υπάρχει συγκεκριμένη μέριμνα για να μπορέσουμε να αντλήσουμε φορολογικά έσοδα.
Τα φορολογικά έσοδα που αντλήθηκαν από τη συγκεκριμένη πολιτική ξεπερνούν το μισό δισεκατομμύριο ευρώ. Από κει και πέρα, σας τόνισα πριν τις δυνατότητες που μας δίνουν τα ψηφιακά μέσα. Μας δίνουν πάρα πολλές δυνατότητες. Εγώ θα σας έλεγα ότι σχηματικά το αντίθετο της λέξης τεκμήριο είναι η λέξη ψηφιακό. Άρα, όσο περισσότερο βελτιώνουμε την ψηφιακή διείσδυση, τόσο λιγότερο έχουμε ανάγκη από οριζόντιας φύσεως μέτρα. Είμαστε εκεί αυτή τη στιγμή; Όχι, δεν είμαστε. Σας το λέω ρητά. Αλλά βήμα-βήμα θα προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε το πόσο «έξυπνη» είναι η διαδικασία της χρήσης των ψηφιακών μέτρων στην οικονομία μας, για να μπορούμε να κάνουμε πιο στοχευμένες και καλύτερες ενέργειες.
ΣΔ: Η τελευταία μου ερώτηση: Ο Πρωθυπουργός ξεκαθάρισε, στην τελευταία του ομιλία στη Βουλή, ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, μάλιστα, όπως είπε, με τον ίδιο στην πρώτη γραμμή. Θα ήθελα να σας ρωτήσω, αν σας ανησυχεί το γεγονός ότι ενισχύονται – δημοσκοπικά, τουλάχιστον θα το δούμε και αν θα φτάσει και στην κάλπη αυτό – οι λεγόμενες «αντισυστημικές», «τοξικές», «άκρως δημαγωγικές» και «λαϊκίστικες δυνάμεις» για το μέλλον της χώρας και της οικονομίας. Σας ανησυχεί κύριε Υπουργέ αυτό; Και τι μήνυμα στέλνετε στους πολίτες που ακούν αυτές τις φωνές;
ΥΠ: Εγώ θα σας πω ότι υπάρχουν πολλές αντίθετες λέξεις με τη λέξη λαϊκισμός. Η Ελλάδα βίωσε το τι σημαίνει λαϊκισμός, τι είναι αντίθετο στο λαϊκισμό; Αντίθετο στο λαϊκισμό είναι το να πράττεις, το να κινείσαι γρήγορα, το να δίνεις λύση σε πολλά καθημερινά προβλήματα. Ένα μικρό πρόβλημα κάθε μέρα, να το λύνεις. Αντίθετο στο λαϊκισμό είναι να έχεις ενσυναίσθηση. Αντίθετο στο λαϊκισμό γενικά είναι να έχεις σχέδιο για τη χώρα και το χέρι στο τιμόνι να είναι σταθερό. Εγώ σας λέω από τη συνολική μου εμπειρία ως Υπουργός του Κυριάκου Μητσοτάκη, το χέρι του Κυριάκου Μητσοτάκη στο τιμόνι είναι πολύ σταθερό και το καταλαβαίνει κανείς ακόμη πιο ευδιάκριτα όταν έχεις μία κρίση να αντιμετωπίσεις, όπως είναι αυτή που έχουμε τώρα. Νομίζω ότι ο κόσμος αρκεί να κάνει το νοητικό πείραμα των εναλλακτικών, του ποιοι θα μπορούσαν να είναι στο τραπέζι αυτή τη στιγμή σε μία διεθνή διαπραγμάτευση για το τι θα έπρεπε να γίνει σε σχέση με την αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην πολιτική δασμών της Αμερικής. Ποιοι άλλοι θα μπορούσαν να είναι στο συγκεκριμένο τραπέζι; Ο κόσμος αρκεί να κάνει τη σύγκριση. Όμως εγώ δεν θα μείνω στη σύγκριση. Η πολιτική είναι μία συγκριτική διαδικασία, αλλά -εν τέλει- η πολιτική είναι μία διαδικασία παραγωγής αποτελεσμάτων.
Πιστεύουμε βαθιά ότι η Ελλάδα και η κυβέρνησή μας είναι, να το πω σχηματικά : «δίνεις το χέρι, δεν κουνάς το δάχτυλο» – και αυτό είναι τελείως διαφορετικό από το να είσαι μία κυβέρνηση του «δώσ’ τα όλα». Αυτό λοιπόν δεν πρόκειται και δεν μπορεί ξανά να επαναληφθεί. Σίγουρα δεν θα επαναληφθεί με εμάς στο τιμόνι.
ΣΔ: Κύριε Υπουργέ, κλείνουμε με αυτό το μήνυμα ‘δεν είστε η κυβέρνηση του «δώσ’ τα όλα»’. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτή την κουβέντα που είχαμε.
ΥΠ: Ευχαριστώ κι εγώ.