Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Βρισκόμαστε σήμερα εδώ για να συζητήσουμε πάνω στην κατάθεση πρότασης δυσπιστίας από μεριάς της αντιπολίτευσης με αφορμή πτυχές της τραγωδίας των Τεμπών, έναν χρόνο μετά από μία αντίστοιχη συζήτηση πρότασης μομφής η οποία είχε το ίδιο αποτέλεσμα το οποίο θα έχει και αυτή αύριο.
Επιτρέψτε μου να πω ότι, μια συζήτηση πρότασης δυσπιστίας είναι μια αφορμή γενικά για μία κυβέρνηση και να απαντήσει στο συγκεκριμένο ζήτημα αλλά και να τοποθετηθεί σε σχέση με το πού πηγαίνει η χώρα, ποιο είναι το πλαίσιο συμφραζομένων, ποιες είναι οι πολιτικές οι οποίες γίνονται, μια ευρύτερη αφορμή για να μιλήσει για το σύνολο της πολιτικής της. Νομίζω ότι αυτό έχει νόημα να το κάνουμε και ο κάθε αρμόδιος Υπουργός, αλλά θα μου επιτρέψτε πρώτα να ξεκινήσω από το επίμαχο και να ξεκινήσω και από τα γεγονότα των τελευταίων ημερών.
Νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε ότι το μήνυμα των πολιτών ήταν δυνατό και ήταν τόσο δυνατό που το ακούσαμε όλοι σε αυτή την αίθουσα. Η διαφορά μας από την αντιπολίτευση είναι η εξής: η αντιπολίτευση προσπαθεί να καπηλευθεί αυτό το μήνυμα και να το εκμεταλλευτεί πολιτικά. Εμείς προσπαθούμε να το ερμηνεύσουμε και να το μεταβολίσουμε σε κυβερνητική πολιτική, σε αλλαγές, σε πράξεις.
Το μήνυμα αυτό αφορά, πρωτίστως, εμάς ως κυβέρνηση, αλλά επιτρέψτε μου να πω, έχω την εντύπωση, ότι αφορά και όλους όσοι κυβέρνησαν, όλους όσοι θήτευσαν σε θέσεις ευθύνης κατά το παρελθόν και έρχονται σήμερα να υποδυθούν ευκαιριακά τους αγανακτισμένους. Χιλιάδες πολίτες εξέφρασαν τον απέραντο σεβασμό τους στους συγγενείς των θυμάτων της σιδηροδρομικής τραγωδίας των Τεμπών. Μας είπαν ότι ζητούν δικαιοσύνη και μας είπαν ότι ζητούν και ένα κράτος το οποίο προστατεύει τους πολίτες του που είναι πάντα δίπλα τους και όχι απέναντι. Και σε αυτό συμφωνούμε. Είμαστε δίπλα. Δεν είμαστε απέναντι.
Η δικαιοσύνη κάνει, για να απαντήσω στο πρώτο σκέλος, απερίσκεπτα τη δουλειά της. Προφανώς και έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στον θεσμό της δικαιοσύνης. Αυτό -εάν θέλετε- είναι και το αυτονόητο καθήκον μας σε αυτή την ιερή αίθουσα. Γιατί διαφορετικά θα πρέπει να θέσει κανείς το εξής ρητορικό ερώτημα: εάν όχι δικαιοσύνη τι; Εάν όχι δικαιοσύνη ποιος; Εάν όχι δικαιοσύνη πώς;
Πενήντα χρόνια μετά την Μεταπολίτευση και τη θεμελίωση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας το να τίθεται η δικαιοσύνη και η εμπιστοσύνη σε αυτήν υπό αμφισβήτηση προσβάλλει την ίδια τη φύση του πολιτεύματος και της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, δεν νομίζω ότι μπορεί οποιοσδήποτε πολιτικός αρχηγός αυτό να έρχεται και να το αμφισβητήσει σήμερα στη Βουλή. Το χρέος μας, επίσης, σε ό,τι αφορά το κράτος απέναντι σε αυτή την ετερόκλητη αντιπολιτευτική συμμαχία πολιτικής επιβίωσης η οποία έρχεται να καταθέσει την πρόταση δυσπιστίας είναι να απαντήσουμε επί του συγκεκριμένου, γιατί ο κόσμος από εμάς περιμένει τη λύση στο πρόβλημα. Εάν πρέπει κανείς, πάλι, να προσπαθήσει να ερμηνεύσει το μήνυμα το οποίο λαμβάνουμε, το μήνυμα είναι «τρέξτε γρηγορότερα, λύστε προβλήματα». Είναι αυτή η στάση της αντιπολίτευσης στη Βουλή;
Απέναντι σε όποια μεγάλη αλλαγή προσπαθεί αυτή η κυβέρνηση να κάνει στο κράτος, είτε λέγεται «αξιολόγηση», είτε λέγεται «επιτάχυνση διαδικασιών», η στάση της αντιπολίτευσης στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι να είναι θιασώτες της ακινησίας και απολογητές του χθες. Εμείς ερμηνεύουμε και μεταβολίζουμε το μήνυμα ότι πρέπει να τρέξουμε πολύ γρηγορότερα και να κάνουμε ακόμη περισσότερες αλλαγές. Η αντιπολίτευση τι κάνει σε αυτό και τι λέει για αυτό;
Το αίτημα είναι πάνω στο τραπέζι και αφορά τη ριζική αλλαγή του κράτους. Είναι η εντολή την οποία λάβαμε ως κυβέρνηση, με πρώτο τον Πρωθυπουργό το 2019: «φτιάξτε κράτος». Έχει επιτευχθεί αυτό; Το ανέφερε εκτενώς χθες ο Πρωθυπουργός. Υπάρχουν πτυχές του κράτους όπου έχουμε έρθει στον 21ο αιώνα όχι μόνο ημερολογιακά, επί της ουσίας. Το «112» το οποίο εγώ θα σας πω ως κάποιος που συμμετείχε, ως αρμόδιος Υπουργός, στην τελική του υλοποίηση: δεν είναι πανάκια, αλλά εάν υπήρχε το «112» στο Μάτι θα είχε σωθεί έστω και μία ζωή παραπάνω. Και είναι πάρα πολύ αδόκιμο αυτό να ερχόμαστε εδώ και να το υποτιμούμε. Είναι μία πάρα πολύ σπουδαία συνεισφορά ότι αυτό πλέον υπάρχει και ότι αυτή η κουλτούρα εκκένωσης υπάρχει. Ναι. Γιατί πρέπει να μπορούμε να συμφωνήσουμε στα βασικά. Όλα αυτά είναι προίκα μας. Δεν είναι προίκα μόνο μιας κυβέρνησης, είναι προίκα του κράτους και του έθνους.
Το ότι υπάρχει το «gov.gr» είναι πάρα πολύ θετικό. Το ότι στον Εθνικό Εμβολιασμό καταφέραμε και χτίσαμε ένα από τα καλύτερα συστήματα σήμαινε ότι κερδήθηκαν ζωές μέσα από αυτό. Όλα αυτά είναι προίκα του κράτους. Ταυτόχρονα, όμως, η ειλικρινής αποτύπωση είναι ότι «ναι, δεν καταφέραμε σε όλα να φέρουμε το κράτος στον 21ο αιώνα». Και αυτό είναι που πρέπει να κατακτηθεί και να πετύχουμε και ο μόνος τρόπος για να το πετύχουμε είναι: ειλικρίνεια, ειλικρίνεια, ειλικρίνεια, δουλειά, δουλειά, δουλειά. Και σίγουρα όχι εγκλωβισμός στις αποτυχημένες νοοτροπίες του χθες. Πρέπει συνολικότερα και το θεσμικό λογισμικό, όχι της χώρας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης να έρθει στον 21ο αιώνα. Γιατί όταν έχεις διαγωνισμούς οι οποίοι διαρκούν -για παράδειγμα στα ψηφιακά έργα- πέντε χρόνια, στο μεσοδιάστημα έχει αλλάξει ο κόσμος, και αυτά πατάνε πάνω σε ευρωπαϊκές οδηγίες, όχι μόνο πάνω σε εθνικούς νόμους.
Η κουλτούρα, λέμε πολύ συχνά, των Ολυμπιακών Αγώνων ή των θεσμών της πανδημίας είναι αυτό που χρειαζόμαστε για να φύγουμε γρήγορα μπροστά. Συμφωνούμε. Και αυτό είναι που προσπαθούμε να μεταβολίσουμε ανάμεσα σε άλλα. Τι έλεγε η αντιπολίτευση όταν ερχόταν το ειδικό θεσμικό πλαίσιο για να τρέξουν γρηγορότερα τα πράγματα στην πανδημία; Το κατηγορούσε. Κατηγορούσε κάτι που ήταν λύση σε ένα τέτοιου τύπου πρόβλημα, αντί να το υποστηρίξει με τους δικούς της όρους, όπως οφείλει να κάνει πάντα.
Συνεπώς, τα πράγματα είναι εξαιρετικά πιο πολύπλοκα και σίγουρα όταν ερχόμαστε να μιλήσουμε για το πώς η χώρα θα φύγει μπροστά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει μία χαμένη δεκαετία -ή σχεδόν χαμένη δεκαετία- πίσω μας. Αυτή είναι και η διεθνής αποτύπωση, ότι η Ελλάδα έπρεπε μέσα σε λίγα χρόνια να καλύψει το χαμένο έδαφος, να αναζητήσει τον χαμένο χρόνο και να φύγει γρήγορα μπροστά. Ο λόγος για τον οποίον υπήρξε αυτή η χαμένη δεκαετία ήταν το DNA του εθνικού διχασμού. Ήταν το γεγονός ότι διαφωνούσαμε για τα πάντα και για όλα σ’ αυτήν την αίθουσα και το κάναμε με έναν τρόπο που στην πραγματικότητα ήταν επιβαρυντικός για τη χώρα. Σε κάποια βασικά πρέπει να μπορείς να συμφωνείς, έστω στα δεδομένα και ας διαφωνούμε στη θεμελιώδη ερμηνεία τους. Εν πάση περιπτώσει, στα δεδομένα πρέπει να μπορούμε να συμφωνήσουμε. Αυτό, αν δεν κατακτηθεί, ο κίνδυνος είναι συνολικά πολύ μεγάλος. Και το κόστος θα είναι συνολικό και ευρύτερο για τη χώρα, για το έθνος.
Στη συνολική διάσταση του θέματος, εγώ θα προσέθετα ότι τι (αυτό που) είχε να κάνει αυτή η κυβέρνηση, εν πολλοίς, ακουμπούσε σε μια διττή διάσταση. Από τη μία έπρεπε να λύσει εκκρεμότητες του χθες, ιστορικές εκκρεμότητες του χθες, έπρεπε να διασφαλίσει ότι η χώρα θα έμπαινε σε κύκλο πολιτικής σταθερότητας η οποία επίσης δεν πρέπει να υποτιμάται γιατί αν δεν είναι σταθερό το έδαφος δεν μπορείς να χτίσεις. Και προέκυψε κι ένα τρίτο θέμα: ότι έπρεπε να απαντήσει και σε όλες τις αναδυόμενες προκλήσεις που ερχόντουσαν από το αύριο. Γιατί, αν λέγαμε το 2019 τι θα μας προκύψει στην πορεία, από παγκόσμια πανδημία μέχρι υβριδική κρίση στα σύνορα, μέχρι πόλεμο στα ευρωπαϊκά σύνορα, μέχρι ενεργειακή κρίση, μέχρι πληθωριστική κρίση, όλα αυτά δεν θα μπορούσε κανείς να τα προβλέψει. Και σήμερα είμαστε σε μία συγκυρία κατά την οποία ξανασχεδιάζονται οι βασικές γεωπολιτικές συνιστώσες.
Και πάνω σε αυτήν την συγκυρία είναι άστοχο, στην καλύτερη και στην πιο ευγενική περιγραφή του, να έρχεται κανείς εδώ μέσα και να λέει ότι η σταθερότητα είναι κάτι που πρέπει να υποτιμάται ή ότι είναι μία προσχηματική επίκληση. Είναι η αναγκαία συνθήκη για να μπορούμε να συζητάμε και να πράττουμε και να λύνουμε όλα εκείνα τα θέματα τα οποία πρέπει να μπορέσουμε να λύσουμε και ως πολιτικό σύστημα μαζί. Γιατί ο πυρήνας αυτού που μπορεί να μειώσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα δεν είναι άλλος από την αποτελεσματικότητα του ίδιου του πολιτικού συστήματος. Από το να μπορεί να παράγει λύσεις γρήγορα, σε κάθε πρόβλημα που αναδύεται και ιδανικά να έχει προορατικότητα.
Στον χώρο της Παιδείας, όλα αυτά προσπαθούμε να τα υπηρετήσουμε με πάρα πολλές αλλαγές σε πολύ πυκνό χρόνο τα τελευταία χρόνια:
Από την εφαρμογή της αξιολόγησης μέχρι αλλαγές όπως:
– η διεθνοποίηση των ελληνικών δημοσίων Πανεπιστημίων, η δημιουργία Μη Κρατικών Πανεπιστημίων,
– οι Ακαδημίες Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης σε σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα, ναι, διότι αυτός είναι –αν θέλετε- ο πυρήνας της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, να μπορεί κανείς να βρει μία πολύ καλή δουλειά γρήγορα από τον ιδιωτικό τομέα και
– είναι βέβαια η μεγάλη επένδυση στο σχολείο: από τα σχολικά κτήρια και το πρόγραμμα «Μαριέττα Γιαννάκου» στα οποία δεν είχαν υπάρξει επενδύσεις τις προηγούμενες δεκαετίες ή από προηγούμενες Κυβερνήσεις. Τώρα, ξεκινάμε με 350 εκατομμύρια ευρώ για το σύνολο των σχολικών κτηρίων της χώρας, επένδυση η οποία θα επαυξάνεται διαρκώς στην πορεία. Θυμίζω ξεκινήσαμε με 250 εκατομμύρια ευρώ, τώρα είναι ήδη 350 εκατ. ευρώ. Θα αυξάνουμε διαρκώς το ποσό για να φτάσουμε σε όλα τα σχολεία, και στα 12.710 σχολεία τα οποία έχει η χώρα.
– Αλλάζουμε τα βιβλία,
– ενισχύουμε τις ψηφιακές υποδομές με διαδραστικούς πίνακες – να πω εδώ ότι έχουμε λάβει την απόφαση, συνεχίζοντας την πολιτική εισαγωγής των διαδραστικών πινάκων σε όλες τις σχολικές αίθουσες από Ε’ Δημοτικού και πάνω, να διευρύνουμε, με τη στήριξη του Υπουργείου Οικονομικών, αυτήν την πολιτική σε όλες τις τάξεις από Α’ Δημοτικού και πάνω, να μπορέσουμε δηλαδή όπως μας ζητούν να βάλουμε διαδραστικό πίνακα σε κάθε σχολείο,
– και όλα αυτά γίνονται ενώ αλλάζουμε τους θεσμούς, ενώ ενισχύουμε τον ρόλο των Διευθυντών στα σχολεία. Ενώ γενικά, για να το πω πάρα πολύ απλά, προσπαθούμε να τ’ αλλάξουμε όλα και γρήγορα όπως είναι το μήνυμα που λάβαμε, γιατί αυτό είναι το μήνυμα.
Ρωτούμε την αντιπολίτευση: σε αυτό το μήνυμα, το οποίο εμείς το μεταβολίζουμε με πράξη, θα είστε δίπλα με εποικοδομητικές προτάσεις ή με τοξικά επίθετα; Θα είστε δίπλα με σύνθεση στο πώς ή με αποσύνθεση για όλους, για να υπάρξουν πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη; Διότι η ιστορία διδάσκει ότι τα πολιτικά οφέλη αυτά, μακροπρόθεσμα, όχι μόνο δεν τοκίζονται αλλά, εν τέλει, κάνουν πάρα πολύ κακό σε εκείνους οι οποίοι ήταν οι επισπεύδοντες.
Σας ευχαριστώ πολύ.