Έχετε εξαγγείλει ότι θα αλλάξει ο τρόπος προσέγγισης της Λογοτεχνίας στις δύο εκπαιδευτικές βαθμίδες. Τί σχεδιάζετε;
Η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες που δεν διδάσκει ολοκληρωμένα λογοτεχνικά έργα στο μάθημα της Λογοτεχνίας. Ακόμα και στον κινηματογράφο να δει κάποιος, σε έργα μυθοπλασίας, βλέπουμε καθηγητές να διδάσκουν ολοκληρωμένα έργα λογοτεχνίας. Από το επόμενο σχολικό έτος 2024-2025, και συγκεκριμένα στο δεύτερο μισό του, θα εντάξουμε ένα πλήρες λογοτεχνικό βιβλίο – δύο μικρότερα στην Α΄ Λυκείου – στο ωρολόγιο πρόγραμμα.
Ποια λογοτεχνικά βιβλία θα εισαχθούν;
Οι «Περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς» του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ στο Γυμνάσιο. Θα εισαχθούν, επίσης, ο «Ιούλιος Καίσαρ» του Σαίξπηρ και το «1984» του Τζoρτζ Όργουελ στο Λύκειο, στο νηπιαγωγείο και το δημοτικό παραμύθια των Αδελφών Γκριμ και του Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν, ιστορίες του Αισώπου, οι «Μύθοι» του Ζαν ντε Λα Φονταίν και ο «Μικρός Πρίγκιπας» του Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ. Και φυσικά κλασικοί Έλληνες συγγραφείς, όπως η Πηνελόπη Δέλτα και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Ο στόχος είναι, με την καθιέρωση του πολλαπλού βιβλίου, να υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις εναλλακτικές σε κάθε τάξη, από τις οποίες κάθε εκπαιδευτικός μαζί με τους μαθητές θα επιλέγουν τα δύο που επιθυμούν.
Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, αλήθεια;
Δεν σας κρύβω πως όταν το είδα σε αυτή τη λίστα το βρήκα πάρα πολύ ωραίο, γιατί πραγματικά μπορεί να ανοίξει μια πόρτα για βιβλία τα οποία θα είναι πιο «δύσκολα». Νομίζω ότι, αν ξεκινήσουμε με ένα πιο δύσκολο βιβλίο, λίγα παιδιά θα μπορούν να σπάσουν το ψυχολογικό φράγμα τού να το αρχίσουν και να το τελειώσουν, ενώ αν είναι συμβατό με ιστορίες που γνωρίζουν από τη μυθοπλασία του κινηματογράφου και των σειρών ή από πράγματα πιο καθημερινά, το ένα φέρνει το άλλο.
Εγώ ξεκίνησα με βιβλία όπως ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών», το «Dune», το «Foundation» και τα βιβλία του Ουμπέρτο Eκο. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο για να αγαπήσω τότε τα βιβλία. Το πρώτο όμως που μου άρεσε πάρα πολύ και ξεκίνησε αυτή τη διαδρομή ήταν κάτι που είχε τη φιλοσοφία που σας είπα πριν. Ήταν ο «Χαμένος Κόσμος» του Μάικλ Κράιτον – το δεύτερο βιβλίο του Jurassic Park. Ήταν μόλις είχε βγει η ταινία, εγώ ήμουν πολύ μικρός και μου το έδωσε ένας καθηγητής μου, λέγοντάς μου ότι θα το βρω πολύ ενδιαφέρον. Ένα από τα πράγματα που μου άλλαξαν τη ζωή ήταν το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος εκπαιδευτικός, ο οποίος μάλιστα σχετιζόταν με τις σχολικές βιβλιοθήκες, με έμαθε να αγαπώ το βιβλίο, δίνοντάς μου μυθιστορήματα ήδη από νεαρή ηλικία.
Υπάρχουν, ωστόσο, οι σχολικές αλλά και οι δημόσιες βιβλιοθήκες που, εν πολλοίς – ή και καθόλου -, είναι ανεκμετάλλευτες από τα σχολεία.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μετά έγινε μια πολύ μεγάλη επένδυση στις σχολικές βιβλιοθήκες με χρήματα από τα επιχειρησιακά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και βλέπουμε πολλές σχολικές βιβλιοθήκες να έχουν έναν πάρα πολύ ενδιαφέροντα κατάλογο με τα δεδομένα της τότε εποχής, ο οποίος όμως δεν έχει ανανεωθεί και, επιπλέον, δεν υπάρχει μια ευρύτερη πολιτική γύρω από αυτές τις βιβλιοθήκες. ‘Ετσι, στο πλαίσιο μιας πλήρους πολιτικής, θα επιδιώξουμε να αγοραστούν με πόρους από την Ε.Ε. νέα βιβλία – βιβλία με δικαιώματα – για τις σχολικές βιβλιοθήκες, αλλά επιπλέον θα εξελίξουμε και τον τρόπο που αυτές λειτουργούν, ώστε να εξελιχθούν σε οργανικό κομμάτι της σχολικής κοινότητας. Επενδύουμε πολύ στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος και στις συνέργειες που μπορεί να αναπτύξει με τις δημόσιες βιβλιοθήκες, ώστε να ανοιχτούν στις τοπικές κοινωνίες και τους μαθητές. Μάλιστα, πιστεύω βαθιά ότι πρέπει το βιβλίο να μπει στη σχολική καθημερινότητα στην έγχαρτη μορφή του.
Ακούγεται ενδιαφέρον όταν λέγεται από έναν πολιτικό που έχει συνδεθεί έντονα με την ψηφιοποίηση του δημοσίου, και γενικότερα με τις νέες τεχνολογίες.
Μα νομίζω ότι με ένα έντυπο βιβλίο, οπτικοποιείται αυτό που θέλουμε να πετύχουμε: το να ξεκινάς και να τελειώνεις κάτι, το να μπορείς να συγκεντρώνεσαι σε κάτι, ειδικά σε μια εποχή που αρνητικές πτυχές της τεχνολογίας και δη των κινητών τηλεφώνων μειώνουν τη δυνατότητα συγκέντρωσης των παιδιών. Το βλέπουμε αυτό και σε εμάς τους ενήλικες: το «εύρος προσοχής» μας έχει μειωθεί και γι’ αυτό πιστεύω ότι έχει πολύ μεγάλη αξία η κουλτούρα του βιβλίου. Αν αγαπάς το βιβλίο, τότε υπό μία έννοια είσαι δια βίου μαθητής. Ακούγεται κλισέ αλλά δεν είναι: το βιβλίο ανοίγει ορίζοντες, σου αυξάνει την περιέργεια, σε κάνει να αναζητάς και να μαθαίνεις νέα πράγματα. Και είναι ένα από τα θεμελιώδη πράγματα που θέλουμε να πετύχουμε στο σχολείο, γι’ αυτό και θα αποτελέσει κομμάτι μιας ευρύτερης στρατηγικής μας.
Πείτε ένα μόνο βιβλίο που θα λέγατε ότι πρέπει να έχει διαβάσει ένας απόφοιτος Λυκείου;
Δύσκολα μου βάζετε (μεγάλη παύση). Είναι η «Ασκητική» του Καζαντζάκη, τα βιβλία του Ουμπέρτο Εκο – «Το όνομα του ρόδου» και «Το Εκκρεμές του Φουκώ». Αλλά για να είμαι απολύτως ειλικρινής, δεν νομίζω ότι η απάντηση πρέπει να είναι αυτή της δικής μου αλήθειας. Η απάντηση πρέπει να είναι αυτή της αλήθειας του κάθε παιδιού. Ο καθένας έχει τη δική του διαδρομή. Αλλά όταν βλέπεις ένα παιδί να αγαπάει κάτι, να καταπιάνεται με αυτό, να γίνεται χόμπι του, τότε καταλαβαίνεις ότι αυτό το παιδί είναι σε μια διαδρομή που θα το κάνει ευτυχισμένο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση που μπορεί να πετύχει ένα εκπαιδευτικό σύστημα, μία οικογένεια και το ίδιο το παιδί: να βρει και να αναπτύξει ενδιαφέροντα.
Η Ελλάδα έπιασε τον ψηφιακό μέσο όρο της ΕΕ. Τι πρακτικό αποτέλεσμα έχει αυτό;
Το 2019, όταν αναλαμβάναμε το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, θέσαμε έναν στόχο: από προτελευταία χώρα στον δείκτη DESI η Ελλάδα σε τέσσερα χρόνια να προσεγγίσει τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον συγκεκριμένο δείκτη αναφορικά με τις δημόσιες υπηρεσίες. Πολλοί τότε είχαν χαρακτηρίσει την εξαγγελία ως αφέλεια, με την έννοια ότι ήταν πάρα πολύ δύσκολο από ουραγοί να πάμε στον μέσο όρο μέσα σε τέσσερα χρόνια. Εν τέλει επετεύχθη. Ο δείκτης DESI, όμως, δεν αποτυπώνει μόνο τις δημόσιες υπηρεσίες που ήταν ο στόχος: αξιολογεί και τις τηλεπικοινωνίες, όπου και εκεί θα υπάρξει η αντίστοιχη πρόοδος, λαμβάνει υπόψη και τι κάνει ο ιδιωτικός τομέας με τα ψηφιακά και συνυπολογίζει και έναν τέταρτο πυλώνα που μας αφορά θεμελιωδώς εδώ στο Υπουργείο Παιδείας: το ανθρώπινο δυναμικό, τις δεξιότητες.
Την ίδια στιγμή βέβαια, η Ελλάδα έχει έλλειψη στελεχών πληροφορικής. Πώς σκοπεύετε να το αντιμετωπίσετε;
Εκεί έχουμε χαμηλό ποσοστό πληροφορικών σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ή σε σχέση με τους στόχους που πρέπει να επιτύχουμε για το 2030. Οι δείκτες είναι στο 2,4% του ανθρωπίνου δυναμικού. Αυτό μας δείχνει ότι πρέπει να θεμελιώσουμε μια εθνική στρατηγική για αυτό το θέμα. Και η στρατηγική αυτή πρέπει να έχει μακροπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα χαρακτηριστικά – τρεις πολιτικές μαζί με το Υπουργείο Εργασίας και το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Η μακροπρόθεσμη πολιτική είναι η ένταξη της αλγοριθμικής σκέψης στο σχολείο: μαζί με ένα νέο βιβλίο της πληροφορικής που θα εισαχθεί, θα αναπτύξουμε ένα πιστοποιητικό δεξιοτήτων που θα μπορούν οι απόφοιτοι Γυμνασίου να το λάβουν, το οποίο θα πιστοποιεί τις γνώσεις τους όχι σε επίπεδο χρήσης υπολογιστών, αλλά σε επίπεδο αλγοριθμικής σκέψης και κώδικα.
Η μεσοπρόθεσμη αφορά τις σπουδές Πληροφορικής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μελέτη του Συνδέσμου Εταιριών Πληροφορικής έδειξε ότι μέχρι το 2030 θα χρειαζόμαστε 16.000 πληροφορικούς τον χρόνο, ενώ σήμερα «παράγουμε» τους μισούς. Άρα πρέπει να βρούμε έναν μηχανισμό άλλων 8.000 πληροφορικών το χρόνο. Σαν γενική κατεύθυνση, θεωρούμε ότι πρέπει να κινηθούμε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με αύξηση των σχετικών τμημάτων.
Η βραχυπρόθεσμη πολιτική θα είναι το reskilling, δηλαδή να αναπτύξουμε προγράμματα ώστε άνθρωποι που σήμερα δεν είναι πληροφορικοί να εκπαιδευτούν σε συγκεκριμένα αντικείμενα τα οποία βρίσκονται σε ζήτηση από την αγορά εργασίας.
Εξαγγείλατε 10.000 διορισμούς εκπαιδευτικών για την επόμενη σχολική χρονιά. Πώς θα γίνει η κατανομή τους ανά βαθμίδα και ειδικότητες;
Φέτος θα δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στην ειδική αγωγή. Δεν έχω ακόμη απάντηση για τις ειδικότητες. Ο στόχος μας είναι το 2025 να επαναλάβουμε ανάλογο αριθμό διορισμών, με έμφαση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.