Με όσα συμβαίνουν στο δικό σας υπουργείο, λες «κοίτα να δεις, υπήρχαν αυτές οι δυνατότητες». Παλιά λέγαμε, «έχει δυνατότητες ο Έλληνας, αλλά…». Η δυνατότητα είχε μετατραπεί σε έναν ευσεβή πόθο, τώρα σημαίνει «πραγματώνω κάτι, σε επίκαιρο χρόνο».
Το αντιλαμβανόμαστε ως μία απελευθέρωση δυνατοτήτων που ήδη υπήρχαν. Μεταξύ μας, κάνουμε μία παρομοίωση που λέγεται στον χώρο της Πληροφορικής: η χώρα είχε το hardware, αλλά δεν είχε το software. Είχε την υποδομή, εννοώντας κυρίως ανθρώπινους πόρους, για να πετύχει πράγματα, αλλά δεν είχε το software, δηλαδή τους σωστούς κανόνες, την κατάλληλη στρατηγική, την ευθυγράμμιση τομέων. Όλα αυτά βήμα-βήμα κατοχυρώνονται. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι μία αλλαγή φιλοσοφίας. Στο πλαίσιο της ερώτησής σας, επιδιώξαμε να σβήσουμε το «αλλά» στα θέματα τα οποία χειριζόμαστε.
Έχουμε αναγάγει το «έτσι είμαστε εμείς οι Έλληνες» σε μία χαριτωμένη ιδιαιτερότητά μας, που σημαίνει ότι δεν ολοκληρώνουμε τα πράγματα ή βρίσκουμε άλλους τρόπους να τα προχωρήσουμε. Εντέλει, αποδεικνύεται ότι οι Έλληνες είμαστε «και αλλιώς», ορθολογιστές και οργανωτικοί…
Δεν πιστεύω στις απλουστευμένες εικόνες. Το «έτσι είμαστε» δεν πρέπει, και κατ’ εμέ δεν χρειάζεται, να αναιρεθεί. Απλώς πρέπει να «φωτίσεις» τις πιο καλές πλευρές και να χτίσεις επάνω σε αυτές. Για παράδειγμα, νομίζω ότι το σύστημα εμβολιασμού και τα ψηφιακά συστήματα τα οποία έχουμε φτιάξει, αθροιζόμενα δείχνουν πως η χώρα έχει ένα πολύ καλό έμψυχο δυναμικό, και πως, χτίζοντας επάνω στις υφιστάμενες δυνατότητες, μπορείς πολύ γρήγορα να παράξεις αποτελέσματα. Το σύστημα του εμβολιασμού το χρησιμοποιώ ως παράδειγμα, επειδή οι περισσότερες από τις χώρες οι οποίες νοούνται ως πιο προηγμένες από εμάς ψηφιακά δεν κατάφεραν να φτιάξουν κάτι εξίσου λειτουργικό.
Επειδή όλες οι ιστορίες έχουν μια αρχή, πώς ξεκίνησε όλο αυτό; Προφανώς από μια «ορθολογική έμπνευση» του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ξεκίνησε πολύ πριν από τις εκλογές, το 2018. Ο πρωθυπουργός –τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης– έχοντας σημαντική ενασχόληση και ενδιαφέρον με την ψηφιακή πολιτική διέγνωσε ότι αυτός είναι ένας τομέας για τον οποίο πρέπει να δομηθεί μια συμπαγής στρατηγική κοιτάζοντας μπροστά. Υπό την καθοδήγησή του φτιάξαμε μία ομάδα η οποία θα μπορούσε να διαχειριστεί την ψηφιακή πολιτική της χώρας μετά τις εκλογές. Τότε, λοιπόν, η σύλληψη ήταν ότι χρειαζόμαστε ένα νέο υπουργείο. Υπήρχε Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής και στην προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό διαφορετικών αρμοδιοτήτων από ό,τι σήμερα. Συγκεντρώθηκαν άλλες αρμοδιότητες εδώ, και χτίσαμε ένα hub Πληροφορικής στο κέντρο της κυβέρνησης. Προσθέσαμε και αρμοδιότητες οι οποίες επέτρεπαν τη δια-λειτουργικότητα, τη δυνατότητα να διασυνδέονται συστήματα μεταξύ συστημάτων υπουργείων και οργανισμών.
Και μετά ήρθε αυτή η πρωτόγνωρη πραγματικότητα…
Υπάρχουν πολλά αποφθέγματα σε σχέση με το πώς τα πλάνα αναιρούνται από την πραγματικότητα, με αγαπημένο μου αυτό του Μάικ Τάισον που λέει «όλοι έχουν ένα σχέδιο, μέχρι να φάνε την πρώτη μπουνιά». Εδώ η μεγάλη αλλαγή στο σχέδιο ήταν η πανδημία. Το υπουργείο αυτό εκ των πραγμάτων είχε σχεδιαστεί ως πιο επιτελικό, πιο στρατηγικό. Μετά το πρώτο λοκντάουν προέκυψαν καθημερινές ανάγκες, όπου φτιάχναμε συνεχώς νέες υπηρεσίες γιατί το κράτος έπρεπε να λειτουργεί ενώ ο πολίτης βρισκόταν στο σπίτι του. Το υπουργείο έγινε πολύ πιο επιχειρησιακό, και από κοινού με το Υπουργείο Υγείας, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, είναι στην πρώτη γραμμή στη διαχείριση της καθημερινότητας επί πανδημίας.