Όταν πριν από τρία και πλέον χρόνια αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της χώρας η Νέα Δημοκρατία και ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ακόμη και ο πιο αισιόδοξος θα δυσκολευόταν να πιστέψει ότι η χώρα μας θα ανταποκρινόταν τόσο επιτυχώς στις μεγάλες εξωγενείς προκλήσεις που τέθηκαν σε αυτό το συμπυκνωμένο χρονικό διάστημα.
Υπάρχει ένα ρητό που αποτυπώνει άριστα την εμπειρία αυτού του διαστήματος αλλά και του τεχνολογικού μας παρόντος, το οποίο λέει ότι «υπάρχουν δεκαετίες μέσα στις οποίες πρακτικά δε συμβαίνει τίποτα, και υπάρχουν εβδομάδες στις οποίες συμβαίνουν δεκαετίες». Η κυβέρνηση απέδειξε σε όλους τους τομείς ότι έχει το όραμα, τα αντανακλαστικά, την τεχνογνωσία και τους ανθρώπους, να οδηγήσει την Ελλάδα σ’ ένα μέλλον ευημερίας με ασφάλεια.
Στον ψηφιακό τομέα ειδικότερα, θέσαμε την χώρα σε κίνηση επιδιώκοντας αφενός να κλείσουμε εκκρεμότητες που έρχονταν απ’ το παρελθόν, κι αφετέρου να τοποθετηθούμε με αυτοπεποίθηση απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις του μέλλοντος.
Η επιτυχία του εγχειρήματος δεν ορίζεται υποκειμενικά από εμάς – οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Το Gov.gr, το νέο πρόσωπο του κράτους στη σχέση του με τον πολίτη, έχει σήμερα 1.500 ψηφιακές υπηρεσίες. Τον Μάρτιο του 2020, όταν για πρώτη φορά συγκεντρώσαμε τις ψηφιακές υπηρεσίες του Δημοσίου, ήταν 501.
Ο τριπλασιασμός των ψηφιακών υπηρεσιών και η συγκέντρωσή τους σε ένα και μόνο σημείο παρήγαγε το εξής αξιοσημείωτο αποτέλεσμα: οι ψηφιακές συναλλαγές των πολιτών με το Ελληνικό Δημόσια αυξήθηκαν όχι επί τρία, αλλά επί 100. Στην πραγματικότητα, ξεκινήσαμε από 8,8 εκ. ψηφιακές συναλλαγές το 2018 για να πάμε στα 34 εκ. το 2019, στα 94 εκ. το 2020, στα 567 εκ. ψηφιακές συναλλαγές το 2021 και περίπου στο ένα δισεκατομμύριο το 2022. Αυτές οι ψηφιακές συναλλαγές είναι φυσικές επισκέψεις οι οποίες δεν πραγματοποιούνται. Δηλαδή, ουσιαστικά, είναι ουρές που ο καθένας γλιτώνει από τις δημόσιες υπηρεσίες.
Εάν το διαιρέσει κανείς με τον πληθυσμό μιλάμε για περίπου 100 ουρές που γλίτωσε ο καθένας μας φέτος από όλη αυτή τη στρατηγική του Gov.gr, και κυρίως τις διαλειτουργικότητες.
Μιλάμε για εργατοώρες που κερδίσαμε, για ζωή που κερδίσαμε.
Οι καρποί της συνολικότερης στρατηγικής και της καλής προετοιμασίας μας είναι ήδη ορατοί παντού, τόσο στην πραγματική οικονομία, όσο και στα μακροοικονομικά μεγέθη. Επιχειρηματικοί κολοσσοί της τεχνολογίας επενδύουν στην Ελλάδα, η ανεργία μειώνεται σταθερά, και παρά τις γεωπολιτικές αναταράξεις, και την ενεργειακή κρίση, η χώρα μένει όρθια και προβλέπεται να έχει ανάπτυξη τριπλάσια του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Όλα αυτά δεν έγιναν από μόνα τους. Και είναι μόνο η αρχή. Έχουμε την πεποίθηση ότι βαδίζοντας στο δρόμο που ανοίξαμε, σε λίγα χρόνια, η Ελλάδα θα είναι μια άλλη χώρα. Η οικονομία της θα είναι ακόμα πιο ακμαία και ανθεκτική, καθώς οι απελευθερωμένες της δυνάμεις θα βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη.
Ήδη, η Ελλάδα έχει ισχυρά δείγματα ανάπτυξης. Στο τελευταίο τρίμηνο του 2022, το ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε κατά 2,8% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό και σε υψηλότερο ποσοστό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι εκτιμήσεις για το ΑΕΠ είναι ότι το 2023 θα υπερβεί τα 224 δις. Ευρώ. Σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο, αναμένεται η Ελλάδα το 2022 να αναπτυχθεί σε διπλάσιο ρυθμό και το 2023 με τριπλάσιο. Το 2023 είναι μια εκλογική χρονιά η οποία θα κρίνει το μέλλον.
Ζητάμε απ’ τους πολίτες να μας εμπιστευτούν ξανά, και να ανανεώσουμε μαζί τη συμφωνία αλήθειας που συνυπογράψαμε τον Ιούλιο του 2019.
Στον πυρήνα του ο στόχος μας παραμένει ίδιος: να συνεχίσουμε να κατακτούμε την ευημερία, και ταυτόχρονα να χτίζουμε τις βάσεις για να είναι η ανάπτυξη αυτή βιώσιμη, και να μην ανακοπεί μέσα στην επόμενη δεκαετία. Η νέα τετραετία είναι κρίσιμη. Θα θωρακίσουμε όσα πετύχαμε επιταχύνοντας προς το μέλλον, ή θα επιστρέψουμε σε λογικές και πρακτικές του παρελθόντος; Θα είναι η παρούσα θητεία μας μια αναλαμπή, ή η πρώτη φάση μιας περιόδου που θα συμβάλει στην εκτόξευση της χώρας στο 2030;
Αυτό θα είναι το δίλημμα των επερχόμενων εκλογών. Ως τότε, θα συνεχίζουμε να εργαζόμαστε άοκνα, κάνοντας αυτό που ξέρουμε καλά: να υπηρετούμε πιστά τον πολίτη, να τον διευκολύνουμε, και να τιμούμε τη σχέση εμπιστοσύνης που έχουμε εγκαθιδρύσει, φέρνοντας συγκεκριμένα και μετρήσιμα αποτελέσματα.