Το Eisenhower Executive Office Building (EEOB) είναι ένα ιστορικό κτίριο του 19ου αιώνα που βρίσκεται στο συγκρότημα του Λευκού Οίκου και μετά από ανακαινίσεις που έγιναν σε προηγούμενες δεκαετίες στεγάζει σήμερα υπηρεσίες του Γραφείου του Προέδρου των ΗΠΑ και του αντιπροέδρου. Στο παρελθόν ήταν η έδρα τριών υπουργείων, Πολέμου, Εξωτερικών και Ναυτικού. Σε αυτό το κτίριο, έμφορτο από ιστορία, καθώς εκεί είχαν γραφεία πολλές προσωπικότητες του 20ου αιώνα, πραγματοποιήθηκαν την 1η Ιουνίου οι συναντήσεις μας με κορυφαία στελέχη του Λευκού Οίκου.
Παρουσιάσαμε στην Σύμβουλο του Προέδρου Biden Neera Tanden, τη CIO της Αμερικανικής Κυβέρνησης Clare Martorana, την επικεφαλής του US Digital Service Mina Hsiang καθώς και στις ψηφιακές ομάδες των υπουργείων την επίδραση του #govgr στην καθημερινότητα πολιτών και επιχειρήσεων. Λίγη ώρα νωρίτερα συζητήσαμε για την ψηφιακή στρατηγική της χώρας με τον Διευθυντή Τεχνολογίας του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ Tarun Chhabra.
Η πρόσκλησή μας είχε ως αντικείμενο να παρουσιάσουμε στους Αμερικανούς ιθύνοντες το ελληνικό case study της τελευταίας τριετίας. Εκείνο που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν η αρχιτεκτονική, η διάρθρωση, η επανίδρυση ουσιαστικά του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, μια επανίδρυση που πραγματοποιήθηκε σε θεσμικό, αλλά και σε τεχνικό επίπεδο και οφείλεται στην σχετική απόφαση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Από το 2019 και μετά τολμήσαμε και φέραμε κάτω από την ίδια στέγη κρίσιμες και κομβικές υπηρεσίες και φορείς που διοικούν σημαντικά πεδία των ηλεκτρονικών υπηρεσιών και του ψηφιακού κράτους που ως τότε υπάγονταν σε διαφορετικά υπουργεία. Με αυτό τον τρόπο, καταργώντας τις περιττές συναρμοδιότητες, κατορθώσαμε να ενεργοποιήσουμε το ψηφιακό κράτος και να μεταφέρουμε με ταχύτατο ρυθμό υπηρεσίες από το φυσικό στο ψηφιακό πεδίο, από το χαρτί στην οθόνη, από το γκισέ στον υπολογιστή ή στο κινητό. Πρόκειται για μια αλλαγή νοοτροπίας και φιλοσοφίας για το «τι είναι κράτος», για δραστικό περιορισμό του κατακερματισμού ενός μεγάλου πεδίου κρατικής και πολιτικής δράσης, για συνένωση και συμπύκνωση.
Παρότι απόλυτα πρωτοπόρες στις νέες τεχνολογίες, η εφαρμογή αυτών στην κρατική και διοικητική δομή των ΗΠΑ σε πολιτειακό και ομοσπονδιακό επίπεδο καθυστερεί λόγω του γεγονότος ότι το σύστημα διοίκησης δεν είναι ενιαίο. Οι ΗΠΑ πρέπει να συνδυάσουν τη θεσμική αυτονομία σε πολλά ζητήματα για την κάθε πολιτεία με την αναγκαιότητα να αποκτήσει το ομοσπονδιακό κράτος τις εξουσίες εκείνες που θα του επιτρέψουν να προσφέρει ψηφιακές υπηρεσίες σε όλους τους Αμερικανούς πολίτες από την ανατολική ως τη δυτική ακτή.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, γίνεται αμέσως σαφές από τις συζητήσεις που είχαμε στην αμερικανική πρωτεύουσα ότι η πόλωση στο πολιτικό σύστημα έχει αυξηθεί πολύ σε σχέση με πριν από μία ή δύο δεκαετίες ενώ παράλληλα είναι εντυπωσιακό το πόσο η τεχνολογία δεσπόζει στην πολιτική και βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο κάθε πολιτικής συζήτησης. Για παράδειγμα, στις ημέρες που βρεθήκαμε στις ΗΠΑ, ο Martin Luther King ΙΙΙ, γιος της μεγάλης ιστορικής φυσιογνωμίας, ζήτησε με άρθρο του να ισχύσει η ψηφιακή ψήφος σε τοπικό επίπεδο στην Ουάσιγκτον. Θεωρεί ότι αυτός μπορεί να είναι μηχανισμός μείωσης των διακρίσεων αφού εξασφαλίζει την ισότιμη πρόσβαση στην εκλογική διαδικασία.
Παράλληλα, εντύπωση μπορεί να προκαλεί στον ευρωπαίο επισκέπτη ότι ενώ στην Ευρώπη έχουμε το GDPR, στις ΗΠΑ δεν υπάρχει μια ολοκληρωμένη και ενιαία νομοθεσία για την ιδιωτικότητα στο ψηφιακό πεδίο, παρά το γεγονός ότι οργανώσεις πολιτών και καταναλωτών καθώς και μέλη του Κογκρέσου διεκδικούν μια τέτοια νομοθεσία εδώ και 20 χρόνια. Συζητείται λοιπόν τώρα στο Κογκρέσο πώς η Αμερική θα προχωρήσει στο πεδίο αυτό και διαμορφώνεται μια σχετική παρέμβαση.
Η μεγαλύτερη συζήτηση όμως αφορά στην ορμητική επιστροφή της γεωπολιτικής στην ανάλυση των εφοδιαστικών αλυσίδων, και ουσιαστικά στην ίδια την οικονομία. Ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός Δύσης και Ανατολής στο πεδίο της τεχνολογίας αυξανόμενα κυριαρχεί. Κρίσιμο στοιχείο στον ανταγωνισμό και στη νέα γεωπολιτική είναι η κατασκευή των μικροτσίπ. Σήμερα το 80% των μικροτσίπ παράγεται στην Ασία. Η Intel ετοιμάζεται να επενδύσει γύρω στα 80 δισεκατομμύρια δολάρια για να μετακινήσει μεγάλο μέρος της παραγωγής της στην Ευρώπη. Στην Αμερική ψηφίστηκε ο νόμος CHIPS for America Act, που αφορά την επένδυση 52 δις δολαρίων στην αμερικανική βιομηχανία μικροτσίπ, στην κατασκευή, στον σχεδιασμό, στην έρευνα. Η ΕΕ πρόσφατα ανακοίνωσε το European Chips Act που προσθέτει 15 δις ευρώ στα ήδη 30 για την ανάπτυξη του κλάδου, την προσέλκυση νέων ταλέντων και την κατασκευή υποδομών. Ο κοινός στόχος είναι η επαναφορά του 50% της παγκόσμιας παραγωγής μέσα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.
Τα μικροτσίπ είναι ένα μόνο παράδειγμα του κύματος on-shoring, δηλαδή της τάσης επαναφοράς μεγάλου μέρους της βιομηχανικής παραγωγής στις δυτικές χώρες μετά από δεκαετίες off-shoring που παρά τα μεγάλα οικονομικά οφέλη, θεωρείται ότι προκάλεσε κραδασμούς στην κοινωνική συνοχή, αλλά και δημιούργησε εφοδιαστικά ρίσκα, όπως αυτά που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Η επαναβιομηχάνιση της Δύσης είναι λοιπόν γεγονός, είναι η νέα παγκόσμια τάση στην οικονομία και φυσικά προωθείται με νέους όρους και με επίκεντρο την τεχνολογία αιχμής, όπως αυτή αναμορφώνει και αναδιατάσσει σχεδόν το σύνολο της οικονομίας στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Η Ελλάδα, ακριβώς επειδή έχει επιτύχει οικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα, ακριβώς επειδή έχει προωθήσει στέρεες μεταρρυθμίσεις που απολαμβάνουν ευρεία κοινωνική υποστήριξη σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, αλλά και λόγω των τολμηρών βημάτων στον ψηφιακό μετασχηματισμό που έχουν γίνει αυτά τα χρόνια βρίσκεται σε μια ιδανική θέση για να ωφεληθεί από το on-shoring και να προσελκύσει ένα σεβαστό τμήμα από τις επενδύσεις που συνοδεύουν αυτή τη νέα στρατηγική στη «γεω-οικονομία» της Δύσης. Μπορούμε να επιτύχουμε νέα σημαντικά ορόσημα, ορόσημα τα οποία να προκαλέσουν και πάλι στο κοντινό μέλλον το ενδιαφέρον μεγάλων χωρών που θα θέλουν να μάθουν για το πώς τα καταφέραμε.