Ο ιστορικός των πανδημιών Έντουαρντ Σνόουντεν, σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης του κορωνοϊού, αποτυπώνει το πώς κάθε πανδημία που συναντήσαμε ως είδος τους τελευταίους αιώνες άφησε πίσω της ένα ανεξίτηλο στίγμα στους κανόνες κοινωνικής και θεσμικής οργάνωσης. Είναι αυτονόητο πως το ίδιο θα συμβεί και στη δική μας ιστορική περίσταση. Ωστόσο, είναι δύσκολο να αξιολογήσει κανείς με ακρίβεια τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις μιας κρίσης ενόσω αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη. Έχουν περάσει λίγες μόλις ώρες από την πρώτη φάση χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων στη χώρα μας, ωστόσο τα συμπεράσματα είναι ακόμα νωπά.
Σε πρώτη ανάγνωση, είναι σαφές πως η πανδημία ώθησε προς μια μετάβαση της ανθρώπινης επικοινωνίας συνολικά στην ψηφιακή σφαίρα. Το σύνολο σχεδόν των καθημερινών μας επαφών και αλληλεπιδράσεων διεκπεραιώθηκε –και στο μεγαλύτερο βαθμό αυτό συνεχίζει να συμβαίνει– μέσα από τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα. Το παγκόσμιο αυτό πείραμα ώθησε ειδικούς, όπως ο Γιουβάλ Νοέ Χαράρι, να υπογραμμίσουν πως οι τεχνολογικές επιλογές που τα κράτη θα λάβουν σε αυτή την περίοδο κρίσης, θα παραμείνουν ως κληρονομιά στη μεταγενέστερη εποχή της κανονικότητας και πως θα πρέπει να σταθμίσουμε τις όποιες επιλογές μας όχι μόνο υπό το πρίσμα της διαχείρισης της κρίσης που έχουμε μπροστά μας αλλά με το μάτι μας να είναι στραμμένο και στις επόμενες δεκαετίες.
Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση πήρε μια υφιστάμενη στρατηγική της επιλογή –την ψηφιοποίηση του κράτους και των δημοσίων υπηρεσιών– και επέλεξε να την καταστήσει από εργαλείο πάταξης της γραφειοκρατίας επιπροσθέτως σε μέσο καταπολέμησης του ιού και τήρησης των κανόνων κοινωνικής απόστασης. Ακόμα και τεχνολογικές επιλογές που είχαν σχέση με τα δεδομένα της συγκυρίας καθαυτά –όπως το 13033– είχαν χαρακτήρα ενδυνάμωσης του πολίτη –και μόνο– και ήδη έχουμε πάψει να τα χρησιμοποιούμε, με την ελπίδα να μην τα χρειαστούμε ξανά. Και ακριβώς γι’ αυτό πιστεύουμε πως οι ψηφιακές πρωτοβουλίες αυτών των ημερών θα αποτελέσουν μια ευεργετική κληρονομιά για την επόμενη ημέρα.