Στις 100 ημέρες διακυβέρνησης ποιες από τις προτεραιότητες που είχατε θέσει έχουν νομοθετηθεί και ποιες δρομολογούνται; Κι επίσης, τι θα θεωρούσατε «ψηφιακή επανάσταση» για τη χώρα μας;
Ως ψηφιακή επανάσταση δεν νοείται τίποτα λιγότερο από το να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της αλληλεπίδρασης του πολίτη με το Δημόσιο στον υπολογιστή και εν τέλει στο κινητό μας. Αυτό όμως συμφωνούμε όλοι ότι δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη: χρειαζόμαστε μικρές επαναστάσεις, οι οποίες θα έρχονται να λύσουν καθημερινά προβλήματα των πολιτών. Ετσι, τις πρώτες εκατό ημέρες κατ’ αρχάς δημιουργήσαμε ένα νέο υπουργείο – σημαντικά διαφορετικό από το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής το οποίο δημιουργήθηκε επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης.
Προχωρήσαμε γρήγορα τις εκκρεμότητες για την πλήρη λειτουργία του 112 και διαμορφώσαμε μια ενδιάμεση λύση για μεγάλες γεωγραφικές περιοχές μέχρι να παραδοθεί το σύνολο του έργου. Ολοκληρώσαμε μεταρρυθμίσεις που είχαν μείνει στάσιμες, όπως η υπουργική απόφαση για τον ορισμό τού τι συνιστά κρίσιμη υποδομή από άποψη κυβερνοασφάλειας.
Φέραμε ένα σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο για τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας, θεσπίσαμε εργαλεία όπως ο Ενιαίος Ψηφιακός Χάρτης, η ενιαία ψηφιακή πύλη, το Εθνικό Πρόγραμμα Απλούστευσης Διαδικασιών, η Γενική Διεύθυνση Κυβερνοασφάλειας. Ταυτόχρονα, καθημερινά προβαίνουμε σε σειρά από διαλειτουργικότητες, επιτρέπουμε δηλαδή στα μητρώα και στις υπηρεσίες του Δημοσίου να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους, μειώνοντας σημαντικά την ταλαιπωρία των πολιτών και τις ατέλειωτες ουρές. Τέλος, δρομολογούμε την καθιέρωση ενός ενιαίου αριθμού για τους πολίτες, ο οποίος θα συμβάλει ιδιαίτερα στην απλούστευση των διαδικασιών και την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
Διαχρονικά, ακούμε για το διαβόητο «τέρας της γραφειοκρατίας» που διαρκώς καταβάλλεται προσπάθεια καταπολέμησής του και σχεδόν πάντοτε μετατρέπεται σε Λερναία Υδρα. Γιατί συμβαίνει και ποιο το σχέδιό σας;
Είναι αλήθεια ότι η γραφειοκρατία βρέθηκε στο στόχαστρο πολλών κυβερνήσεων, αλλά η πρόοδος ήταν μικρότερη από αυτήν που προσδοκούσαν οι πολίτες. Αυτό συνέβαινε για δύο λόγους: ο πρώτος ήταν ότι κατά το παρελθόν υπήρξαν πολύ πιο περιορισμένες πρωτοβουλίες και δυνατότητες διαλειτουργικότητας – όχι τόσο σε τεχνικό όσο κυρίως σε θεσμικό επίπεδο.
Ο δεύτερος ήταν η μη ταυτόχρονη απλούστευση των διαδικασιών, με αποτέλεσμα να κινούμαστε χωρίς ενιαίο σχεδιασμό και εν τέλει να ψηφιοποιούμε τη γραφειοκρατία. Σε ό,τι αφορά το σχέδιό μας, ήδη έχουμε ξεκινήσει να εστιάζουμε σε μια σειρά από λεγόμενα «γεγονότα ζωής»: από τη δήλωση μιας γέννησης μέχρι την εισαγωγή σε μια σχολή και από την ανανέωση ενός διπλώματος οδήγησης μέχρι τη δήλωση απώλειας ενός κοντινού προσώπου.
Κάθε διαλειτουργικότητα σημαίνει μια ουρά λιγότερη. Η φιλοσοφία μας είναι ότι όλα αυτά πρέπει να γίνονται μέσω μιας ενιαίας ψηφιακής πύλης, του gov.gr, το οποίο θα ακολουθεί τις πιο σύγχρονες σχεδιαστικές και λειτουργικές αρχές. Έτσι, οι πολίτες θα ταλαιπωρούνται λιγότερο και πολλοί υπάλληλοι του Δημοσίου θα απασχολούνται σε περισσότερο παραγωγικές εργασίες.
Η Εσθονία θεωρείται από πολλούς μοντέλο κράτους στην ψηφιακή τεχνολογία και τις μεταρρυθμίσεις, την ίδια ώρα όμως κατατάσσεται στους «παραδείσους» του νεοφιλελευθερισμού όπου ευημερούν οι αριθμοί, αλλά όχι και η πλειονότητα των πολιτών. Θα θέλατε το ίδιο για την Ελλάδα;
Η Εσθονία έχει πετύχει πολλά στον ψηφιακό μετασχηματισμό και στην πρόσφατη επίσκεψή μου εκεί δεν συνάντησα δυστυχισμένους πολίτες – κάθε άλλο θα έλεγα.
Πολλά όμως έχουν πετύχει και άλλες χώρες, ακόμα πιο συμβατές με τα δικά μας δεδομένα. Εμείς δεν ακολουθούμε τυφλά βέλτιστες πρακτικές, αλλά επιλέγουμε εκείνες που είναι συμβατές με τα δεδομένα που έχουμε – για παράδειγμα, το gov.gr που αναφέραμε πιο πάνω είναι μια ιδέα που την εμπνευστήκαμε από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό που θέλουμε, λοιπόν, είναι η Ελλάδα να αποκτήσει ένα σύγχρονο, λειτουργικό και φιλικό στον πολίτη κράτος, το οποίο θα αποτελέσει πρότυπο και παράδειγμα για άλλες χώρες.
Πρόσφατα ψηφίστηκε από τη Βουλή το αναπτυξιακό νομοσχέδιο, το οποίο όμως επικρίθηκε με σφοδρότητα από όλα σχεδόν τα αντιπολιτευόμενα κόμματα και μάλιστα με καταγγελίες για εξυπηρετήσεις και ανάπτυξη χωρίς βάθος και στρατηγική. Μπορούν να έρθουν επενδύσεις χωρίς συναίνεση, σεβασμό στο περιβάλλον και αξιοπρεπείς συνθήκες για τους εργαζομένους;
Θα μου επιτρέψετε να επαναλάβω αυτό που ανέφερα στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων: το σχέδιο νόμου «Επενδύω στην Ελλάδα» ήρθε προς ψήφιση ύστερα όχι μόνο από μια τυπική διαδικασία διαβούλευσης αλλά και από έναν άτυπο κοινωνικό διάλογο – έναν διάλογο ο οποίος διεξάγεται εδώ και αρκετά χρόνια, τα χρόνια της κρίσης. Και ο διάλογος αυτός έχει να κάνει με το τι είδους χώρα θέλουμε, τι παραγωγικό μοντέλο θέλουμε και το αν η χώρα θα καταφέρει να βγει από την κρίση με ένα διαφορετικό μοντέλο από εκείνο μέσω και λόγω του οποίου μπήκε στην κρίση.
Ολα όσα ψηφίζουμε αποτελούν προεκλογικές δεσμεύσεις της Νέας Δημοκρατίας, τις οποίες οι πολίτες ενέκριναν με την ψήφο τους και μας έδωσαν την εντολή να υλοποιήσουμε. Το «Επενδύω στην Ελλάδα» ενσωματώνει τις πιο σύγχρονες αντιλήψεις και εξελίξεις τόσο σε περιβαλλοντικά θέματα όσο και σε εργασιακά. Είναι καιρός επιτέλους να αλλάξουμε αιώνα, να πάψουμε να φοβόμαστε ένα μέλλον που είναι ήδη εδώ.
Φυσικά, δεν συμμερίζομαι ούτε στο ελάχιστο τις καταγγελίες για εξυπηρετήσεις, ούτε φυσικά για έλλειψη βάθους και στρατηγικής – και αυτό θα φανεί πολύ σύντομα, από το αποτέλεσμα. Τώρα, ως προς τη συναίνεση, είναι λίγο σαν το ταγκό: θέλει δύο. Η κυβέρνηση έχει αποδείξει τη διάθεση για ευρείες, ακόμα και ευρύτατες πλειοψηφίες, όχι όμως σε βάρος των αρχών και των θέσεων για τις οποίες μας ψήφισαν οι Έλληνες πολίτες.
Πώς αισθάνεστε για τη συμμετοχή σας σε μια κυβέρνηση της Ν.Δ. με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όντας ένα στέλεχος που δεν προέρχεται από τη Δεξιά αλλά από την Κεντροαριστερά; Είναι αρμονική η συνύπαρξη με υπουργούς όπως ο ‘Αδωνις Γεωργιάδης και ο Μάκης Βορίδης;
Σε ό,τι με αφορά πιστεύω στο όραμα του Κυριάκου Μητσοτάκη να ενώσει τους Έλληνες και η συνεργασία μου με όλους ανεξαιρέτως τους υπουργούς είναι άριστη. Προσωπικά πιστεύω ότι οι διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος είναι ασύμβατες με τις αγωνίες και τα προβλήματα των πολιτών – για την ακρίβεια, πιστεύω ότι τα στερεότυπα δρουν επιβαρυντικά στην πρόοδο που χρειάζεται να έχουμε ως χώρα. Αυτή είναι η πεποίθηση και του πρωθυπουργού και το αποδεικνύουν καθημερινά οι επιλογές του.
Ο κεντρώος χώρος διεκδικείται πάντως και από τον ΣΥΡΙΖΑ που επιχειρεί τη διεύρυνσή του μέσω εγγραφής νέων μελών και άλλων προσυνεδριακών δράσεων. Αποδέχεστε το επιχείρημα ότι η Ν.Δ. εκπροσωπεί τη συντήρηση και ο ΣΥΡΙΖΑ τους προοδευτικούς πολίτες;
Σε καμία περίπτωση. Επιτρέψτε μου να πω πως δεν ασπάζομαι τις συντεταγμένες της παλαιάς πολιτικής γεωγραφίας, της Αριστεράς, της Δεξιάς και του Κέντρου. Η ίδια η ζωή έχει υπερβεί τους παλαιούς πολιτικούς διαχωρισμούς.
Και ειδικά έπειτα από περιόδους κρίσης, μια προσεκτική ανάγνωση της ελληνικής ιστορίας δείχνει πως οι διαχωριστικές γραμμές επαναχαράσσονται. Κατά τη γνώμη μου αυτή τη στιγμή βιώνουμε μια νέα διαχωριστική γραμμή: από τη μία έχουμε εκείνους που εμμένουν στο παλαιό πολιτικό λεξιλόγιο και σε παραδοσιακές λογικές και συνθήματα της δεκαετίας του ’80 και του ’90.
Από την άλλη, έχουμε εκείνους που ακόμα, ενίοτε και με ετερόκλητες καταγωγές, αθροιστικά συντάσσονται με το αίτημα η Ελλάδα να αλλάξει αιώνα και να μπορέσει επιτέλους να αποκτήσει τη θέση που της αξίζει τόσο σε διεθνές όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Είναι απολύτως καθαρό πως εμείς ανήκουμε στη δεύτερη και όχι στην πρώτη κατηγορία.